- αἰχμαλωτίσῃ
- αἰχμαλωτίζωtake prisoneraor subj mid 2nd sgαἰχμαλωτίζωtake prisoneraor subj act 3rd sgαἰχμαλωτίζωtake prisonerfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιχμαλώτιση — αιχμαλώτιση, η και αιχμαλωτισμός, ο η σύλληψη αιχμαλώτου: Στην τοποθεσία αυτή έγινε ο αιχμαλωτισμός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμαλώτιση — η [αιχμαλωτίζω] αιχμαλωσία … Dictionary of Greek
αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
εγκατάληψις — ἐγκατάληψις, η (Α) σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση … Dictionary of Greek
ζωγρία — και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [ζωγρώ] 1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του 2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη … Dictionary of Greek
ζώγρηση — η [ζωγρώ] η σύλληψη κάποιου ζωντανού, η αιχμαλώτιση του … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek